Το Βιβλικό υπόβαθρο για την κατανόηση της Θεολογικής σημασίας του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας



Την Δευτέρα  6 Απριλίου 2020, άρχισε το επίκαιρο και πολύ ενδιαφέρον διαδικτυακό θεολογικό σεμινάριο, το οποίο οργανώνει το CEMES, με θέμα «Θρησκευτικές Κοινότητες και Εκκλησία σε περίοδο πανδημίας», με κύριους συντελεστές τον Πρόεδρό του Πέτρο Παναγιωτόπουλο, τον ταμία του και τεχνικό υποστηρικτή του Νικόλαο Δημητριάδη, και τον Γ.Γ. του επί της Γραμματειακής του υποστήριξης Νίκο Κοσμίδη, αλλά και τα άλλα μέλη του ΔΣ. 

Η ομάδα αυτή των οργανωτών αποφασίστηκε να διαχειριστεί το πρωτότυπο υλικό (οπτικο-ακουστικό και γραμματειακό) όλων των εισηγήσεων και των συζητήσεων και των 5 θεματικών ενοτήτων.

Στην ομάδα αυτή κατέθεσα τα πρωτότυπα αγγλικά κείμενα, μεταξύ των οποίων και την εισήγησή μου με τον παραπάνω τίτλο. 

Για τους Έλληνες όμως φίλους και μαθητές μου κοινοποιώ μια σύντομη πρόχειρη περίληψη στα ελληνικά, που έχει ως εξής: 

Η πιο σοβαρή συζήτηση μεταξύ των Ορθοδόξων σχετίζεται με την βαθύτερη έννοια του κατεξοχήν μυστηρίου της Εκκλησίας, της Θείας Ευχαριστίας, και στα πρώιμα στάδια της εκδήλωσης αυτής της ιογενούς νόσου με τον τρόπο που έπρεπε να μεταδίδεται η θεία κοινωνία στους λαϊκούς: με την λαβίδα που επικράτησε πολύ μετά την καθιέρωση του νηπιοβαπτισμού ή με τον τρόπο που γίνεται μεταξύ των κληρικών μέχρι σήμερα, και που ισχύει και σε ορισμένες αρχαίες λειτουργίες (π.χ. Λειτουργία του Αγίου Ιακώβου); Έχω υποστηρίξει το τελευταίο, προσβλέποντας σε μια «ουσιαστική καταιγιστική ευκαιρία» (meaningful storm) για μια λειτουργική αναγέννηση, που θα περιορίσει επίσης την υπάρχουσα διάκριση μεταξύ κληρικών και λαϊκών. Αλλά αυτό είναι δευτερεύουσας σημασίας σε σύγκριση με την σακραμενταλιστική, σχεδόν μαγική, κατανόηση της Ευχαριστίας που κυριάρχησε στη συζήτηση.


Η παλαιά διαμάχη για τον θαυματουργικό ή μη χαρακτήρα των καθαγιασμένων δώρων της θείας κοινωνίας ήρθε πάλι στο προσκήνιο, με πολλούς ευσεβείς πιστούς να επιμένουν πως ότι έχει καθαγιαστεί, άρτος, οίνος, ύδωρ (αγιασμός) δεν μπορεί να επηρεαστεί από τους νόμους της φύσεως, και γι’ αυτό δεν μπορούν να μεταδίδονται και (ιώδεις) ασθένειες. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι τέτοιες απόψεις αντιμετωπίστηκαν ορθολογικά στην ύστερη βυζαντινή εποχή (στη Μονή του Στουδίου) και δοκιμάστηκαν τον περασμένο αιώνα, όταν ένας μοναχός πέθανε από μολυσμένο «αγιασμό», γεγονός που υπεύθυνα αντιμετωπίστηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στέλνοντας πατριαρχική εγκύκλιο στην αθωνική κοινότητα και προτρέποντας τους μοναχούς να τηρούν αυστηρά τα επιστημονικά μέτρα υγιεινής! Δεν επιθυμώ σήμερα να συνεχίσω αυτή τη συζήτηση, το θέμα ελπίζω να εξεταστεί στη θεολογική συνεδρία αυτού του συμποσίου. Στη σύντομη παρουσίασή μου θα περιοριστώ στην βιβλική κατανόηση του μυστηρίου της Ευχαριστίας, όπως αποδεικνύεται από τα πορίσματα της βιβλικής επιστήμης στις μέρες μας. Ο ρόλος του βιβλικού επιστήμονα και η συμβολή του στη ζωή της Εκκλησίας δεν είναι πλέον να παρέχει βιβλική στήριξη και επιχειρήματα για την καθιερωμένη λειτουργική πράξη, αλλά να προσφέρει στην Εκκλησία τα πορίσματα της επιστημονικής του έρευνας. Αυτή, κατά την ταπεινή μου γνώμη είναι η σωστή διαλεκτική σχέση μεταξύ επιστήμης και πίστης. Κανείς δεν μπορεί πλέον να αρνηθεί ότι η λειτουργική μας ζωή πρέπει να ακολουθεί αυτό που μας άφησε ο Ιησούς ως παρακαταθήκη. Και πολύ λίγοι μπορούν να αμφισβητήσουν ότι ο πυρήνας της διδασκαλίας του βασίζεται στις αρχές της Παλαιάς Διαθήκης, κυρίως των Προφητών, κάτι που εμείς οι Ορθόδοξοι συνήθως ξεχνάμε, χρησιμοποιώντας την Παλαιά Διαθήκη αποκλειστικά μόνο ως προτύπωση του γεγονότος Χριστός. Ωστόσο, ο Ιησούς Χριστός είχε μια ισχυρή προφητική στάση (πρβλ. την εναρκτήρια ομιλία του στη συναγωγή της Ναζαρέτ, Λουκ 4:16εξ). και οι Πρώτοι Χριστιανοί είχαν αναπτύξει τη λειτουργική και ειδικά την Ευχαριστιακή συμπεριφορά τους σύμφωνα με την ιδέα της νέας διαθήκης και συγκεκριμένα της κοινωνίας. Η λατρεία τους ήταν κατά κύριο λόγο μια ευχαριστιακή λειτουργία, μια ευχαριστία για τα θαυμάσια του Θεού για τους ανθρώπους, οι οποίοι ανταποκρίνονταν με την ηθική ζωή του και την υποχρέωση για αντίσταση ενάντια σε οποιαδήποτε καταπίεση και εκμετάλλευση των συνανθρώπων τους, ανδρών και γυναικών. Με αυτή την έννοια, η λατρεύουσα κοινότητα (και ευχαριστιακή με την ευρύτερη έννοια του όρου «ευχαριστία») ήταν ταυτόχρονα και μαρτυρούσα (ιεραποστολική) κοινότητα, και φυσικά και κοινότητα μαρτύρων. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Ευχαριστία των πρώτων Χριστιανών ήταν αδιανόητη χωρίς την κοινωνική διάστασή της (βλ. Πράξεις 2: 42εξ., Α΄ Κορ. 11:1εξ., Εβρ. 13:10-16 · Ιουστίνου, Α΄Απολογία 67 · Ειρηναίου. Κατά Αιρέσεων, 18: 1, κ.λπ.). 

Θα αναφερθώ πολύ σύντομα – σχεδόν τηλεγραφικά – στα ευρήματα της βιβλικής επιστήμης, δυστυχώς άγνωστα στον ευρύτερο Ορθόδοξο θεολογικό κόσμο, με εξαίρεση τους λειτουργιολόγους που έχουν μελετήσει διεξοδικά την έννοια της Ευχαριστίας και της Ευχαριστιακής θεολογίας. 

1. Πρέπει πρώτα να ορίσουμε τον όρο «μυστήριον» στη Βίβλο. Και το χωρίο της προς Εφεσίους 3: 3-12 είναι χαρακτηριστικό της κατανόησης του «μυστηρίου» στην Καινή Διαθήκη. Εδώ, η αποστολή προς τους εθνικούς χαρακτηρίζεται ως «οἰκονομία τοῦ μυστηρίου τοῦ ἀποκεκρυμμένου ἀπὸ τῶν αἰώνων ἐν τῷ Θεῷ, τῷ τὰ πάντα κτίσαντι διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ἵνα γνωρισθῇ νῦν ταῖς ἀρχαῖς καὶ ταῖς ἐξουσίαις ἐν τοῖς ἐπουρανίοις διὰ τῆς ἐκκλησίας ἡ πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ» (3: 9 -10). Ως εκ τούτου, μυστήριο είναι το απόκρυφο σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία ολόκληρου του κόσμου. Η Εκκλησία, επομένως, κατ’ επέκταση, θεωρείται «μυστήριο», στο οποίο πραγματοποιείται αυτό το μυστήριο της σωτηρίας. Και επειδή η Εκκλησία δεν είναι ιδεολογία (ανεξάρτητα αν είναι Ορθόδοξη ή όχι), ούτε ένα είδος μυστηριακής λατρείας, αλλά μάλλον η φανέρωση της Βασιλείας του Θεού στον κόσμο, η Θεία Ευχαριστία χαρακτηρίστηκε αργότερα ως «Μυστήριο», και πιο συγκεκριμένα το κατ’ εξοχήν μυστήριο της Εκκλησίας. Μέχρι τον 4ο αιώνα μ.Χ., ο όρος «μυστήριον» και τα παράγωγά του δεν συνδέονταν καθόλου με αυτά που αργότερα ονομάστηκαν Μυστήρια. 

2. Με βάση τα βιβλικά δεδομένα, η ευχαριστιακή λειτουργία και η ανάμνηση του Μυστικού Δείπνου στις πρώτες χριστιανικές κοινότητες διασώθηκαν σε δύο φιλολογικές μορφές: μια καθαρά λατρευτική, και αυτή είναι που διασώζουν τα Συνοπτικά Ευαγγέλια και ο Παύλος, και μια (μη-λατρευτική) διαθηκική, που επέζησε στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο στον αποκαλούμενο Αποχαιρετιστήριο λόγο του Ιησού (Ιω. 13-17). Στο Ευαγγέλιο δηλαδή από το οποίο απουσιάζει η διήγηση της συστάσεως του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. 

3. Υπάρχουν επίσης δύο τύποι ευχαριστιακής λειτουργικής πρακτικής στον πρώιμο χριστιανισμό: ένας Ιουδαίο-χριστιανικός, που σχετίζεται με την πρώιμες αγάπες και συστατικό στοιχείο του την «κλάση του άρτου» (του βιβλίου των Πράξεων 2:42), και έναν δεύτερο, ελληνιστικής προέλευσης, που δεν είναι βέβαια δάνειο, αλλά σίγουρα εμφανίζει κάποια επίδραση, των ελληνιστικών μυστηρίων. Και αυτός διασώζεται στο corpus paulinum και στις ευχαριστιακές διηγήσεις των Συνοπτικών Ευαγγελίων. 

4. Η ευχαριστιακή πρακτική των παλαιοχριστιανικών κοινοτήτων δεν θεωρείται πλέον ότι απορρέει από τα αντίστοιχα βιβλικά δεδομένα, ειδικά από τις αφηγηματικές αναφορές της συστάσεως του μυστηρίου της Ευχαριστίας. Αντίθετα, οι ευχαριστιακές αφηγήσεις της Κ.Δ. είναι που επηρεάστηκαν από τη λειτουργική πράξη των πρώτων χριστιανών, αν και δεν αμφισβητείται ότι ένας αδιαφιλονίκητος ιστορικός πυρήνας είναι εμφανής σε αυτές. 

5. Ο «Μυστικό Δείπνος» του Κυρίου, δεν ήταν πασχάλιο δείπνο, αλλά ένα από τα πολλά δείπνα που συμμετείχε ο Ιησούς κατά τη διάρκεια της επίγειας διακονίας του. Και αυτά τα δείπνα ήταν τα εβδομαδιαία εορταστικά, κοινωνικά, μεσσιανικά δείπνα (chabburoth), στα οποία ο εσχατολογικός (και όχι ο σωτηριολογικός) χαρακτήρας και προσανατολισμός τους ήταν εμφανέστατος. Ο Μυστικός Δείπνος ήταν απλώς το τελευταίο από αυτά τα δείπνα. 

6. Οι βιβλικές επιστημονικές απόψεις για το βαθύτερο νόημα της Ευχαριστίας δεν βασίζονται πλέον στα λεγόμενα λόγια των αφηγήσεων περί συστάσεως του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, όπως για μια μακρά χρονική περίοδο θεωρούνταν ως πρωταρχικές μαρτυρίες για το θέμα. Το βαθύτερο νόημά της μπορεί να εξηγηθεί καλύτερα ως η λογική συνέπεια της διδασκαλίας του Ιησού περί της Βασιλείας του Θεού. 

7. Η αρχική και αυθεντική έννοια των «συστατικών» του μυστηρίου της Ευχαριστίας λογίων είχε εκκλησιολογική και όχι σωτηριολογική αναφορά: Πρώτον, η συμβολική λεπτομέρεια «μετά το δειπνήσαι» τοποθετεί την Ευχαριστία στο πλαίσιο μιας θρησκευτικής συγκέντρωσης, μιας τράπεζας, και όχι ενός ελληνιστικού τύπου μυστηρίου. Δεύτερον, η αρχική αυθεντική (Παύλεια) διατύπωση «τοῦτο τὸ ποτήριον ἡ καινὴ διαθήκη ἐστὶν» δείχνει σαφώς ότι το κέντρο βάρος ήταν η διαθηκική, όχι η σωτηριολογική, σημασία της Θείας Ευχαριστίας, αφού προφανώς δεν υπονοείται το περιεχόμενο του ποτηρίου (αίμα), αλλά η πράξη της Πρώιμης Εκκλησίας, κατά την οποία το κοινό ποτήριο περνούσε από χέρι σε χέρι σε όλα τα μέλη της χριστιανικής κοινότητας. Με τη συμμετοχή τους στο κοινό δείπνο οι πιστοί γίνονταν μέτοχοι μιας νέας πραγματικότητας. Και τρίτον, η Διδαχή είναι μια επί πλέον ισχυρή απόδειξη, ότι όχι μόνο το λόγιο του ποτηρίου, αλλά και εκείνο του άρτου είχε επίσης εκκλησιολογική και διαθηκική αναφορά («Περί δε του κλάσματος: Eυχαριστούμεν σοι πάτερ…Ώσπερ ην τούτο το κλάσμα διεσκορμισμέμνον επάνω των ορέων και συναχθέν εγένετο εν, ούτω συναχθήτω σου η εκκλησία από των περάτων της γης εις την σην βασιλείαν»). 

8. Στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, η Θεία Ευχαριστία, χωρίς να χάνει τις οποιεσδήποτε αναφορές της στον θάνατο του Ιησού, στον σταυρό (19:34), ουσιαστικά αποστασιοποιείται από αυτόν και εστιάζεται, όχι στον θάνατο, αλλά στη ζωή («ὁ ἄρτος δὲ ὃν ἐγὼ δώσω, ἡ σάρξ μού ἐστιν, ἣν ἐγὼ δώσω ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς» 6:51 · βλ. επίσης 6: 33,58). Η χρήση του όρου «σάρξ» από τον Ιωάννη σε σχέση με την Ευχαριστία συνδυάζεται με μια σειρά αξιωματικών εκφράσεων, όπως «ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με ἔχει ζωὴν αἰώνιον» (5:24· βλ. επίσης 3:36, 11:25, 8:12 κλπ.), που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η κατανόησή του για τη Θεία Ευχαριστία ήταν το αντίθετο μιας σακραμενταλιστικής (μαγικής σε τελευταία ανάλυση) και μυστικιστικής (συγκριτιστικής) των ελληνιστικών μυστηριακών λατρειών.

Αν κάποιο συμπέρασμα για την αυθεντική έννοια της Ευχαριστίας μπορεί να βγει από τα παραπάνω σχεδόν αδιαφιλονίκητα πορίσματα της βιβλικής επιστήμης, αυτό είναι ότι το σημείο εκκίνησης για τον προσδιορισμό του χαρακτήρα και της βαθύτερης σημασίας του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, αλλά γενικότερα και της αυθεντικής χριστιανική μυστηριολογίας, είναι η διδασκαλία του Ιησού για τη Βασιλεία του Θεού και ο εσχατολογικός και διαθηκικός χαρακτήρας των κοινών ευχαριστιακών δείπνων.

Στο Σεμινάριο συμμετέχει και ο συνεργάης του Εκκλησιαστικού Ιστολογίου http://www.lavaron.com.gr π. Θεοφάνης Ιωαννίδης.

Visits: 1


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Διαφημιστείτε στο Lavaron

Για να μάθετε περισσότερες πληροφορίες πατήστε εδώ

Μετάβαση στο περιεχόμενο