Την οικουμενική διάσταση του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε κάθε τι που αφορά την χριστιανική ενότητα, επισημαίνει ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος Σαββάτος, καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, σε ομιλία του στην ημερίδα που διοργάνωσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με θέμα «Η αποδοχή της Πατριαρχικής Εγκυκλίου του 1920 από τις Ορθόδοξες Εκκλησίες και η συμμετοχή τους στην Επιτροπή «Πίστις και Τάξις» του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών»
Εξαιτίας του διττού ρόλου του, το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει επιβεβαιώσει διαχρονικά ότι δεν μπορεί να μένει απαθές απέναντι στις εξελίξεις και στο διαχριστιανικό διάλογο, αλλά, αντιθέτως, θα πρέπει να προβάλλει τη δική του συμβολή και να καθοδηγεί ώστε η παρουσία των Ορθοδόξων Εκκλησιών στην «Κοινωνία των Εκκλησιών» να είναι επίκαιρη, δυναμική, ουσιαστική και εποικοδομητική, υπογράμμισε ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος.
Όπως σημείωσε, το Οικουμενικό Πατριαρχείο με το Διάγγελμα του 1973 και με την πανορθόδοξη διεύρυνση και επικαιροποίηση του περιεχομένου της Πατριαρχικής Εγκυκλίου του 1920, προσπάθησε να επισημάνει τον κίνδυνο μετατροπής του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών σε έναν οργανισμό απλού «κοινωνισμοῦ», ο οποίος ευδοκίμησε στους κόλπους του Προτεσταντισμού με έναν αντίστοιχο ηθικισμό, ως είδωλο μιας κατ’ επίφαση χριστιανικής ζωής και ενός «πρακτικού χριστιανισμού».
Η επιστημονικά, θεολογικά τεκμηριωμένη ομιλία του Μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσοστόμου έχει ως εξής:
1 Ἡ Πατριαρχική Ἐγκύκλιος τοῦ 1920 «Πρός τάς ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ» παρέχει μία ἀνάγλυφη εἰκόνα τῆς οἰκουμενικῆς μέριμνας καί διάστασης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου σέ κάθε τι πού ἀφορᾶ τήν χριστιανική ἑνότητα.
Τό περιεχόμενο τῆς συγκεκριμένης Ἐγκυκλίου, «ὤριμος καρπός» τῶν δύο προηγούμενων Πατριαρχικῶν Ἐγκυκλίων τοῦ 1902 καί 1904[1], ἀποτελεῖ τόν χρυσοῦν κανόνα καί τήν ὁριακή ἔκφραση ἑνός ὀρθόδοξου οἰκουμενισμοῦ, γι’ αὐτό καί κατέστει ὁρόσημο στήν ἱστορία τῆς Οἰκουμενικῆς Κίνησης καί ἀπετέλεσε τόν Καταστατικό Χάρτη γιά τόν καθορισμό τῆς στάσης πού ἔπρεπε νά τηρήσει στό μέλλον ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στό πλαίσιο τῆς Οἰκουμενικῆς Κίνησης. Μέ τήν συγκεκριμένη Ἐγκύκλιο τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο συνέβαλλε ὥστε τό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν νά ἱδρυθεῖ ὡς μία θεσμική ἔκφραση τῆς «Κοινω-νίας τῶν Ἐκκλησιῶν», ὅπως τό ἲδιο εἶχε προτείνει ἢδη μέ τήν Συνοδική Ἐπιστολή τοῦ 1919[2], ἀλλά καί νά ἐξευρεθοῦν τρόποι προσέγγισης καί συνεργασίας τῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν[3].
Μέ τήν Ἐγκύκλιο τοῦ 1902 προσδιορίστηκε μέ σαφήνεια ἡ κανονική βάση γιά μία εὔρυθμη λειτουργία τῶν διορθοδόξων σχέσεων καί προτάθηκε μία νέα ἐκκλησιαστική πρόσεγγιση ἀνάπτυξης τῶν διαχριστιανικῶν σχέσεων[4], γι’ αὐτό καί δικαίως ἀξιολογήθηκε ἡ Ἐγκύκλιος αὐτή ὡς ὁ «πρόδρομος τῆς οἰκουμενικῆς ἐκκλησιαστικῆς κινήσεως»[5].
Ἡ Πατριαρχική Ἐγκύκλιος τοῦ 1904, ἄμεση καί πλήρης ἀν-ταπόκριση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στίς τοποθετήσεις τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στήν Ἐγκύκλιο τοῦ 1902[6], προσδιόρισε καί τίς μελλοντικές σχέσεις τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μέ τίς δύο μεγάλες «ἀναδενδράδες» τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, τή Διαμαρτύρηση και τούς Παλαιοκαθολικούς[7].
Μέ τήν Ἐγκύκλιο τοῦ 1920 ἀναγνωρίστηκε ἐπίσης μία μορφή ἐκκλησιαστικότητας σ’ αὐτές τίς «ἀναδενδράδες», ὡς ἀποσχι-σμένα ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σώματα[8], καί ἀποδοκιμάστηκαν οἱ ἐθνικιστικοί καί ἐθνοφυλετικοί παροξυσμοί, οἱ ὁποῖοι ἔπληξαν τήν κανο-νική λειτουργία τῶν διορθοδόξων σχέσεων[9].
Ἡ Πατριαρχική Ἐγκύκλιος τοῦ 1920 συνέχεια τῶν τριῶν προηγουμένων, τῶν ἐτῶν 1902, 1904 καί 1919[10] καί καρπός τῆς γενναίας πρωτοβουλίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἐπιβεβαιώνει τήν ἀναγ-καιότητα γιά μία κοινή πορεία πρός τόν οἰκουμενικό διάλογο μέ σκοπό τήν ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν. Ἀφορμή ἀπετέλεσε ἡ νέα πραγματικότητα τοῦ κόσμου, ὅπως αὐτή προέκυψε ἀπό τίς τραγικές συνέπειες τοῦ μεσοπολέμου[11].
Μέ τήν συγκεκριμένη Ἐγκύκλιο τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο προβάλλει ἐπίσης τό ἦθος του μέσα ἀπό τήν ἐμπέδωση τοῦ διαλόγου, ὡς μία αὐθεντική ἀπάντηση στίς προκλήσεις μιᾶς διαφορετικῆς ἐποχῆς, ἀλλά καί ὡς ὑπέρβαση τοῦ παλαιοῦ ἀντιρρητικοῦ σχήματος τῆς Ἐγκυ-κλίου τοῦ 1848.
Ἡ Πατριαρχική Ἐγκύκλιος τοῦ 1920 συνέπεσε χρονικά μέ τή Συνδιάσκεψη τῆς Εἰρήνης τῶν Παρισίων (1918), μέ τήν ὁποία τέθηκε τέρμα στόν αἱματηρό Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, μέ τά γεγονότα τῆς ρωσ-σικῆς ἐπανάστασης τοῦ 1917 καί μέ τά προβλήματα τοῦ ποιμνίου στήν Μ. Ἀσία, γεγονότα τά ὁποῖα προκάλεσαν ἀναστάτωση στήν μέχρι τότε ἰσχύ-ουσα κοινωνική καί πολιτική τάξη καί ἰσορροπία[12].
Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο μέ τήν πρόταση γιά τή δημι-ουργία μιᾶς «Κοινωνίας τῶν Ἐκκλησιῶν» κατενόησε ὅτι τά τεράστια κοινωνικά κυρίως προβλήματα δέν θά μποροῦσαν νά ἀντιμετωπιστοῦν μόνο μέ μία ἀπό κοινοῦ συνεργασία καί δράση τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἀλλά ἀπαιτοῦσαν συνεργασίες, γι’ αὐτό καί ἔτεινε χεῖρα συμφιλίωσης καί συνεργασίας καί πρός τίς λοιπές Χριστιανικές Ἐκκλη-σίες καί Ὁμολογίες.
Μέ τήν Πατριαρχική Ἐγκύκλιο τοῦ 1920 καί τήν ἀνάληψη πρωτοβουλίας γιά τήν διαχριστιανική συνεργασία καί ἑνότητα, τό Οἰκου-μενικό Πατριαρχεῖο, τήν συγκεκριμένη ἐποχή, ἐξέφραζε ἀφενός τήν ἄγρυπνη ποιμαντική φροντίδα του γιά τίς πολύπτυχες ἀνάγκες τοῦ δοκι-μαζόμενου ποιμνίου του καί ἀφετέρου τήν πεποίθησή του ὅτι μόνο μέ μία συνεργασία σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο θά μποροῦσαν οἱ Ἐκκλησίες νά ἀντι-σταθοῦν στούς ἰσχυρούς τῆς ἐποχῆς. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ προσπάθεια γιά τήν ἑνότητα τοῦ Χριστιανικοῦ κόσμου, χωρίς νά παραθεωρηθεῖ, θά μποροῦσε νά μετατεθεῖ προσωρινά στό ἀπώτερο μέλλον, ἀφοῦ δέν ἦταν ἂμεση προτεραιότητα τή συγκεκριμένη χρονική στιγμή[13].
2 Ἐξαιτίας τοῦ πολυσήμαντου περιεχομένου καί τῆς πολυ-διάστατης σημασίας τῆς Πατριαρχικῆς Ἐγκυκλίου τοῦ 1920 κατανοήθηκε ἄμεσα καί τό βαθύτερο περιεχόμενό της καί ἡ συμβολή της γιά τήν ἑνότη-τα καί τήν ἐπίτευξη τῆς κοινωνικῆς συνοχῆς, μέ τήν προώθηση καί ἀνάπτυξη τῶν διαχριστιανικῶν σχέσεων σέ ἕνα κόσμο δοκιμαζόμενο, διχασμένο καί συνεχῶς μεταβαλλόμενο, γι’ αὐτό καί ἡ ἀποδοχή της ἐκφράσθηκε ὄχι μόνο ἀπό ἐξέχουσες προσωπικότητες τῆς Δύσης (J. Kalmo-dim καί N. Söderblom )[14] ἀλλά καί ἀπό τίς περισσότερες Ὀρθόδοξες Ἐκκλη-σίες (Πατριαρχεῖα Ἱεροσολύμων, Ἀντιοχείας, Σερβίας, Ρουμανίας), μέ ἐξαίρεση τό Πατριαρχεῖο Μόσχας, τό ὁποῖο ἐξέφρασε ἀρνητική θέση[15].
Ἐπιστέγασμα τῆς ἀναγνώρισης καί τῆς ἀποδοχῆς τῆς Πατριαρχικῆς Ἐγκυκλίου τοῦ 1920 ἀποτελεῖ καί ἡ Πατριαρχική Ἐγκύκλιος τοῦ 1952, ἐπί Πατριάρχου Ἀθηναγόρα, μέ τό ἴδιο πάντοτε πνεῦμα τῆς Πατριαρχικῆς Ἐγκυκλίου τοῦ 1920 καί στή γραμμή πού εἶχε ἤδη χαρ-αχθεῖ.
Ὑπενθύμιζε τούς σκοπούς τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν καί συνηγοροῦσε στή συνεργασία ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν, τονίζοντας ἰδιαίτερα ὅτι «ὁ κύριος σκοπός αὐτοῦ (ἐνν. τοῦ Παγκοσμίου Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν) ἐστί πρακτικός, τό δέ ἔργον αὐτοῦ ἀποτελεῖ θεάρεστον προσπάθειαν καί ἐκδήλωσιν εὐγενοῦς πόθου τοῦ Χριστιανικοῦ κόσμου, ὅπως αἱ Ἐκκλησίαι τοῦ Χριστοῦ, συντονίζουσαι τάς ἐνεργείας αὐτῶν, ἀντιμετωπίσωσιν ἀπό κοινοῦ τά μεγάλα προβλήματα τῆς ἀνθρωπότητος».
Μέ τήν Πατριαρχική Ἐγκύκλιο τοῦ 1952 καί μέ βάση τήν πανορθόδοξη ἐμπειρία, ἀπό προηγούμενα διαχριστιανικά καί θεολογικά συνέδρια, ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ὁ Α΄ τόνισε ἐπίσης, ὅτι ἡ συμμετοχή τῶν Ὀρθοδόξων στό Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, θά ἔπρεπε νά παραμένει στά θέματα τοῦ λεγό-μενου «Πρακτικοῦ Χριστιανισμοῦ» καί νά μήν ἀναμιχθεῖ σέ συζητήσεις γιά θεολογικά ζητήματα.
Λαμβανομένου ὑπ’ ὄψιν ἔλεγε, «ὅτι ὅσον καί ἄν κύριος σκοπός τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν παραμένῃ ἡ συνεργασία τῶν Ἐκκλησιῶν ἐπί κοινωνικοῦ καί πρακτικοῦ πεδίου, ἐξακολουθεῖ οὐδέν ἧττον, ἵνα ὑφίσταται ὡς ἰδιαιτέρα παρ’ αὐτῷ Ἐπιτροπή ἡ περί Πίστεως καί Διοικήσεως ὀργάνωσις, ἀσχολουμένη ἀποκλει-στικῶς περί ζητήματα δογματικά, δέον ὅπως ἀποφευχθῇ οἱαδήτις συμ-μετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τάς συζητήσεις καί ἐργασίας τῆς Ἐπιτροπῆς ταύτης, ἐφ’ ὅσον αὕτη σκοπόν ἔχει τήν ἕνωσιν διά δογματικῶν συζητήσεων μεταξύ ἀντιπροσώπων βαθύτατα διισταμένων Ἐκκλησιῶν».
Τήν ἀποδοχή της στήν Πατριαρχική Ἐγκύκλιο τοῦ 1920 ἐξέφρασε καί ἡ Α΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη τῆς Ρόδου (1961), ἡ ὁποία προσέβλεπε, ὥστε οἱ σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τήν Οἰκου-μενική Κίνηση νά πραγματοποιοῦνται πάντοτε μέσα στό πλαίσιο τῆς Ἐγκυκλίου τοῦ 1920.
Πράγματι στόν κατάλογο θεμάτων τῆς Προσυνόδυο, πού εἶχε ἐγκρίνει ὁμόφωνα ἡ Α΄ Πανορθόδοξος Διάσκεψη, διατύπωνε μέ τόν ἑξῆς τρόπο τό θέμα τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως.
Ὑπό τόν γενικό τίτλο «Ὀρθοδοξία καί Οἰκουμενική Κίνησις» ἒθετε ὡς ὑποθέματα: «α) Ἡ ἐν τῷ πνεύματι τῆς Πατριαρχικῆς Ἐγκυκλίου τοῦ 1920 παρουσία καί συμμετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῇ Οἰκουμενικῇ Κινήσει. β) Μελέτη τῶν θεολογικῶν καί ἄλλων θεμάτων τῶν σχέσιν ἐχόντων πρός τάς προϋποθέσεις τῆς συμμετοχῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν. γ) Ἡ σημασία καί ἡ συμβολή τοῦ συνόλου τῆς Ὀρθοδόξου συμμετοχῆς ἐν τῇ κατευθύνσει τῆς Οἰκουμενικῆς σκέψεως καί δράσεως»[16].
Στό σημεῖο αὐτό εἶναι ἀπαραίτητη μία ἐπισήμανση. Τό Πατριαρχεῖο Μόσχας ἀναφέρθηκε στήν Πατριαρχική Ἐγκύκλιο τοῦ 1920 ἐμμέσως καί ἀρνητικά προβάλλοντας ὡς ἐπιχειρήματα τούς παρακάτω λόγους: α) Ὁ σκοπός τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν νά συστήσει μία «Οἰκουμενική Ἐκκλησία», δέν ἦταν σύμφωνος πρός τίς ἀρχές τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, β) Τό Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν μέ τήν δημιουργία μιᾶς «Οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας», ἔτεινε ν’ ἀσκήσει ἐπιρροή πάνω σέ διεθνῆ ζητήματα, γ) Ἡ Οἰκουμενική Κίνηση μέ τήν παροῦσα μορφή της εἶχε χάσει κάθε ἐλπίδα ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν καί ἀπέβλεπε μᾶλλον στήν πραγματοποίηση μιᾶς ἑνώσεως ἐπί κοινωνικοῦ, πολιτικοῦ καί οἰκονομικοῦ ἐπιπέδου, καί δ) Ἡ πίστη μόνο στόν Ἰησοῦ Χριστό ὡς Θεό καί Σωτῆρα δέν ἦταν ἀρκετή[17].
Ἐπιβεβαίωση τῶν ἀπόψεων αὐτῶν τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας εἶναι καί ἡ ἀπόφαση τήν ὁποίαν ἔλαβε γιά ἀποχή ἀπό τήν Γενική Συνέλευση τοῦ Ἄμστερνταμ (1948). Χαρακτηριστική εἶναι καί ἡ παρατήρηση τοῦ Πατριάρχου Μόσχας Ποιμένος, τό ἔτος 1974: «Στήν Ὀρθοδοξία κανείς δέν ἔχει δικαίωμα νά ὁμιλεῖ ἤ νά ἀξιολογεῖ καταστάσεις ἐξ ὀνόματος ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν,…….οἱ ἀπόψεις τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἀναφορικά πρός τήν σύγχρονη Οἰκουμενική Κίνηση, μπαίνουν στήν σφαῖρα τῆς ἀνεξαρτησίας τους καί τῆς ἀσκήσεως τῶν δικαιωμάτων τους, πού πηγάζουν ἀπό αὐτή τήν αὐτο-κεφαλία τους»[18].
3 Ἐρώτημα ὡς πρός τήν ἀποδοχή τῆς Πατριαρχικῆς Ἐγκυκλίου τοῦ 1920 διεφάνη μέ τήν ἀπόφαση τῆς Δ΄ Πανορθόδοξης Διά-σκεψης (Chambésy-Γενεύης, 1968), μέ τήν ὁποίαν ἐκφράσθηκε μία στροφή τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὅσον ἀφορᾶ στίς προτεραιότητές τους στό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν, δίδοντας ἰδιαίτερη ἔμφαση στό ρόλο καί στήν προβληματική ὡς πρός τόν τρόπο καί τή συμμετοχή τους στήν Ἐπιτροπή «Πίστις καί Τάξις».
Ἡ στροφή αὐτή διεφάνει ὡς μιά σαφῆ παρέκκλιση ἀπό τίς ἀρχές καί τίς προϋποθέσεις συνεργασίας πού εἶχαν θέσει τόσο ἡ Πατρι-αρχική Ἐγκύκλιος τοῦ 1920, ὅσο καί ἡ Ἐγκύκλιος τοῦ Πατριάρχη Ἀθηνα-γόρου τοῦ Α΄, τό ἔτος 1952.
Πράγματι, ἡ Δ΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη, ὡς πρός τήν συμ-μετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στό ἔργο τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, ἐξέφρασε «τήν γενικήν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας συν-είδησιν ὅτι ἀποτελεῖ ὀργανικόν μέλος τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκ-κλησιῶν καί τήν στερράν ἀπόφασιν, ὅπως δι’ ὅλων τῶν εἰς τήν διάθεσιν αὐτῆς μέσων, θεολογικῶν καί ἄλλων, συμβάλῃ εἰς τήν προαγωγήν καί εὐόδωσιν τοῦ καθ’ ὅλου ἔργου τοῦ Συμβουλίου».
Γιά τήν ἐνημέρωση ὡς πρός τό συγκεκριμένο ἔργο τοῦ Συμβουλίου προτείνεται και ἡ ἵδρυση μιᾶς μόνιμης Ὀρθοδόξου Γραμματείας στήν Ἐπιτροπή τοῦ Τμήματος «Πίστις καί Τάξις», ἐνῶ κρίνεται ἀπαραίτητη καί ἡ συμμετοχή εἰδικῶν Ὀρθοδόξων ἐκπροσώπων σέ κάθε ἐπί μέρους ὁμάδα μελέτης τῆς παρα-πάνω Ἐπιτροπῆς.
Στό σημεῖο αὐτό τίθενται τά ἑξῆς ἐρωτήματα: α) Ποῦ ὀφεί-λεται ἡ παρασιώπηση τῶν περιοριστικῶν θέσεων τῶν Ἐγκυκλίων τοῦ 1920 καί τοῦ 1952 σέ πανορθόδοξο ἐπίπεδο; β) Ποιός ἦταν ὁ νέος προσ-ανατολισμός καί τό ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον πλέον τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, συμπεριλαμβανομένου καί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὡς πρός τήν συμμετοχή τους κατά τήν διεξαγωγή καί θεολογικῶν συζητή-σεων στό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν, κυρίως δέ στό πλαίσιο τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καί Τάξις», γεγονός τό ὁποῖο ἐπιβεβαιώθηκε τελικά καί μέ τό Πατριαρχικό Διάγγελμα τοῦ 1973;
Ὡς πρός τό πρῶτο ἐρώτημα πρέπει νά παρατηρηθεῖ ὅτι τόσο ἡ ἀλλαγή τῆς διατυπώσεως, ὅπως εἶχε ἀποφασισθεῖ στήν Α΄ Παν-ορθόδοξη Διάσκεψη τό 1961, ὃσο καί ἡ παύση τῆς μνείας τῆς Πατρι-αρχικῆς Ἐγκυκλίου τοῦ 1920, ὡς πρός τούς ὅρους συμμετοχῆς τῆς Ὀρθοδόξου στίς δραστηριότητες τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, σχετίζεται ἂμεσα μέ τήν προσπάθεια τῶν Ὀρθοδόξων ἐκείνων Ἐκκλησιῶν πού ἀρνήθηκαν μέν τή συμμετοχή τους στήν Συνέλευση τοῦ Ἄμ-στερνταμ (1948) προσπάθησαν ὃμως νά παρουσιάσουν ὅτι σταθμός γιά τή συμμετοχή τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στήν Οἰκουμενική Κίνηση δέν ἀποτελεῖ ἡ Πατριαρχική Ἐγκύκλιος τοῦ 1920 ἀλλά ἡ Γ΄ Γενική Συνέλευση τοῦ Νέου Δελχί (1961), κατά τήν ὁποία συμμετέσχον ὡς μέλη τοῦ Παγ-κοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν πολλές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τῆς Ἀνα-τολικῆς Εὐρώπης μέ ἐπικεφαλῆς τό Πατριαρχεῖο Μόσχας.
Ὡς πρός τό δεύτερο ἐρώτημα, ἡ ἀπάντηση σχετίζεται μέ τό ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν γιά τήν νέα προβλημα-τική τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καί Τάξις» καί συγκεκριμένα τῆς ἐνασχόλη-σης τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν καί μέ διάφορα θεολογικά ἐρωτήματα, ὑπό τό φῶς τῶν νέων «οἰκουμενικῶν» ζυμώσεων καί ἐξελί-ξεων, καί τά ὁποῖα ἄρχισαν νά ἐκδηλώνονται ἔντονα μετά τήν Δ΄ Παν-ορθόδοξο Διάσκεψη[19].
4 Εἶναι γνωστό ὅτι μετά τό ἔτος 1966 τό Παγκόσμιο Συμ-βούλιο Ἐκκλησιῶν κινδύνευε νά μετατραπεῖ σέ μία παγκόσμια χριστια-νική συνάντηση μέ ἔντονο κοινωνισμό καί μέ σημαντικό ἔλλειμα θεολο-γικοῦ περιεχομένου καί λόγου. Τό γεγονός αὐτό ἦταν ἡ ἀφορμή γιά τήν Δ΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη (1968) ὣστε νά ἐπισημάνει τήν ἀνάγκη νά προχωρήσει τό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν καί στήν ἐξέταση θεο-λογικῶν θεμάτων, στό πλαίσιο τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καί Τάξις», συνηγορῶντας μέ τόν τρόπο αὐτό ὑπέρ τῆς συμμετοχῆς τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν σέ θεολογικές συζητήσεις ἐντός τῶν ὀργάνων τοῦ Παγ-κοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν.
Μέ τήν Πανορθόδοξη αὐτή ἀπόφαση ἀφενός ἐπισημάνθηκε ὁ ἐμφωλεύων κίνδυνος μιᾶς ἐκκοσμικευμένης μετεξέλιξης τοῦ Παγ-κοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν σέ ἓναν ὀργανισμό μέ κοινωνικά καί μόνο ἐνδιαφέροντα καί στή βάση ἑνός «ἠθικισμοῦ», ὡς εἴδωλο μιᾶς κατ’ ἐπίφαση χριστιανικῆς ζωῆς[20], καί ἀφετέρου τονίστηκε ἡ ἒκφραση ἀποδο-χῆς ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τῶν Ἀποφάσεων τῆς Δ΄ Πανορθοδόξου Διάσκεψης τοῦ 1968.
Στό σημεῖο αὐτό θά συμφωνήσω μέ τήν ἄποψη τοῦ Πρωτο-πρ. Γεωργίου Τσέτση, ὅτι ἡ ἴδια ἡ ἀνάγκη καθορισμοῦ τῆς φύσης τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, ἡ θεολογική θεματολογία, μέ τήν ὁποία ἀσχολήθηκε κατά τίς Γενικές Συνελεύσεις, ἀλλά καί ἡ ἰδιαίτερη προβληματολογία τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καί Τάξις» «ἐπέβαλλαν» καί τήν θεολογική προσέγγιση τῶν διαφόρων θεμάτων, γεγονός τό ὁποῖο δέν θά μποροῦσε νά ἀφήσει ἀδιάφορα τά Ὀρθόδοξα μέλη τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, καί μάλιστα ὅταν αὐτή ἡ συμβολή θά ἔπρεπε νά εἶναι πανορθόδοξη καί ὄχι μεμονωμένη πρόταση κάποιων κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, μελῶν μόνον τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καί Τάξις».
α) Τό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν ἤδη γιά μία δεκα-ετία (1938-1948), εἶχε νά ἀντιμετωπίσει ἕνα οὐσιαστικό ἐρώτημα, τό ὁποῖο ἐτίθετο κατ’ ἐπανάληψη ἀπό τούς Ὀρθόδοξους-μέλη, καί τό ὁποῖο ἀφ-οροῦσε τή φύση καί τήν ἐκκλησιολογική βάση λειτουργίας τοῦ Παγ-κοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν. Τό 1950, στή Δήλωση τῆς Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς, στό Τορόντο τοῦ Καναδᾶ, δόθηκε ἡ ἀπάντηση, μέ τό κείμενο : «Ἡ Ἐκκλησία, οἱ Ἐκκλησίες καί τό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», τό ὁποῖο μέχρι σήμερα ἀποτελεῖ τό πλέον ὑπεύθυνο κείμενο περί τῆς φύσης καί τῆς ἐκκλησιολογικῆς ταυτότητας τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, ἐνῶ ἡ Α΄ Γενική Συνέλευση τοῦ Ἄμστερνταμ (1948) τό εἶχε ἢδη θέσει ἐπίσημα ὡς ἐρώτημα.
Στή Β΄ Γενική Συνέλευση, στό Ἔβαστον (1954), μέ τή δήλωση τῶν Ὀρθοδόξων κατανοήθηκε ἡ ἀδυναμία τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν νά κατανοήσει καί νά ἐμβαθύνει στό θέμα τῆς ἐν Χριστῷ ἑνότητας καί τῆς διαίρεσης τῶν Ἐκκλησιῶν[21], ἐνῶ στή Γενική Συνέλευση τοῦ Νέου Δελχί (1961) ἡ τροπολογία τοῦ Ἄρθρου-Βάση τοῦ Κανονισμοῦ τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν ἀπό Χριστολογικό σέ Τριαδολογικό, μέ πρωτοβουλία κυρίως Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, καί ἡ κατάθεση κειμένου περί τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας ἀπό μέρους τῶν Ὀρθοδόξων μελῶν ἀπετέλεσαν στοιχεῖα μιᾶς πραγματικῆς θεολογικῆς συμβολῆς, μέ τήν ὁποίαν ἐπιβεβαιώθηκε ἡ ἀναγκαιότητα ἀλλά καί ἡ σπουδαιότητα τῆς συμμετοχῆς πλέον τῶν Ὀρθοδόξων μελῶν τοῦ Παγ-κοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν στίς θεολογικές συζητήσεις στό πλαίσιο τῆς Οἰκουμενικῆς Κίνησης[22].
Ἐπιπλέον ἡ υἱοθέτηση στήν θεματολογία τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν τῆς θεολογίας περί τοῦ ἁγίου Πνεύματος (1968), τῶν σωτηριολογικῶν προτεραιοτήτων, τῆς σημαντικῆς θέσης περί τοῦ Συμβόλου Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως καί ἡ προετοιμασία τοῦ θεολογικοῦ κειμένου «Βάπτισμα, Εὐχαριστία καί Λειτούργημα» (ΒΕΜ) ἀποτε-λοῦν θέματα γιά θεολογικές συζητήσεις, ἀπό τίς ὁποῖες δέν θά ἔπρεπε νά εἶναι ἀμέτοχη ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καί μάλιστα «ἄνευ προηγουμένης Πανορθοδόξου ἀποφάσεως», ὅπως ἀποφασίστηκε καί στήν εἰδική σύσκε-ψη τῶν Ὀρθοδόξων Ἀντιπροσώπων κατά τήν Ε΄ Γενική Συνέλευση στό Ναϊρόμπι, τό ἔτος 1975.
Ἡ ἀπαίτηση ἄλλωστε ἀπό τό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν γιά μία minimum θεολογική συμφωνία ἀπό τίς Ἐκκλησίες μέλη (χριστολογική καί τριαδολογική), δέν συνεπάγετο ὅτι οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες θα ἒπρεπε νά ἀρκεσθοῦν σέ αὐτή τή βάση συμφωνίας ἀλλά ἦταν ἀναγκαῖο νά δώσουν τό δικό τους θεολογικό στῖγμα, γιατί μία θεολογική αὐτάρκεια σέ μία minimum συμφωνία (1958) μέ ἀποκλεισμό τή θεολογική συμβολή καί τῶν λοιπῶν Ἐκκλησιῶν-μελῶν, ἐν προκειμένω τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, θά συνεπάγετο ὃτι τό Παγ-κόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν εἶναι ἤ ἕνα νέο διομολογιακό σχῆμα ἤ μία «ὑπέρ-Ἐκκλησία». Δέν εἶναι μάλιστα τυχαῖο ὅτι ἡ συμμετοχή τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν φάνηκε τόσο δυναμική, πολύτιμη καί δημιουργική, ὥστε προκάλεσε ἀντιδράσεις ἀπό μία ὁμάδα προτεσταντικῶν μελῶν[23].
β) Στό Νέο Δελχί ἔχουμε ἀκόμη μία θετική ἐξέλιξη. Τήν εἴσοδο καί ἄλλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ὡς μελῶν στό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν. Ἐκτός ἀπό τά Πατριαρχεῖα Ἀλεξανδρείας, Ἀντι-οχείας καί Ἱεροσολύμων (1948), τά ὁποῖα ἢδη συμμετεῖχαν, ἐντάχθηκαν τά Πατριαρχεῖα Μόσχας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Πολωνίας, ἐνῶ τά ἑπόμενα ἔτη οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τῆς Γεωργίας (1962) καί τῆς Σερβίας (1965).
Ὅλες αὐτές οἱ ἐξελίξεις καί κυρίως ὁ νέος προσανατο-λισμός τοῦ ἴδιου τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, ὡς πρός τή θεολογική θεώρηση τοῦ ρόλου του καί τῶν ἀποφάσεών του, ἀκόμη καί αὐτῶν πού σχετίζονται μέ κοινωνικά θέματα, ὑπό τήν πίεση τῶν Ὀρθοδόξων μελῶν τοῦ Συμβουλίου προχώρησε στήν ἐξέταση καί θεο-λογικῶν θεμάτων στή βάση τῶν προβληματισμῶν τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καί Τάξις».
Τήν ἀπόφαση αὐτή ἔπρεπε νά ἀκολουθήσει καί τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ὡς ἱδρυτικό μέλος τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, γι’ αὐτό καί ἐξέδωσε τό Διάγγελμα τοῦ 1973, μέ τό ὁποῖο ἀναγνώριζε ὅτι τό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν «κληθέν ἀρχῆθεν ὅπως ὑπηρετήσῃ τάς Ἐκκλησίας ἐν τῇ ἀπό μέρους τούτων προσφορᾷ μαρτυρίας καί διακονίας πρός τόν ἄνθρωπο, τήν κοινωνίαν καί τόν κόσμον», τό ὁποῖο δροῦσε μέσα σέ μιά πολυδιάστατη καί ἀγχώδη πραγματικότητα, καί ἀνεγνώριζε τοῦτο ὡς θεσμό «ἐν τῇ ὑπηρεσίᾳ τῶν Ἐκκλησιῶν» καί τό ὁποῖο ἔχει ὡς ἔργο «ἵνα ἀποβαίνῃ ἑκάστοτε τό ἐπί τούτῳ ὄργανον τῶν Ἐκκλησιῶν ἐν τῇ ἀπό κοινοῦ ἀναζητήσει τῆς διασαλευθείσης καί φυγαδευθείσης ἑνότητος τῶν Ἐκκλησιῶν, τόσον ἐν τῇ ἐκφράσει τῶν κοινῶν σημείων τῆς ἐμπεπιστευμένης εἰς αὐτάς χάριτος, ἀληθείας καί πίστεως, ὅσον καί ἐν τῇ διερευνήσει καί ἀποκαταστάσει τῶν ὑφισταμένων διαφορῶν».
Εἴκοσι χρόνια λοιπόν μετά τήν Ἐγκύκλιο τοῦ 1952 καί πενήντα δύο ἀπό τήν Ἐγκύκλιο τοῦ 1920, πού ἀπέτρεπε τή συμμετοχή σέ θεολογικές συζητήσεις μέσα στό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο μέ τό Διάγγελμα τοῦ 1973 ἔπαιρνε μιά δια-μετρικά ἀντίθετη θέση, συνηγορῶντας καί Αὐτό στό πανορθόδοξο πλέον αἴτημα περί ἑνός θεολογικοῦ διαλόγου «καί τῆς ἐν θεολογικῇ εὐθύτητι καί ἀκεραιότητι ἀνενδοιάστου προβολῆς τῆς πίστεως καί διδασκαλίας τῶν συμβαλλομένων μερῶν, ἵνα ἐκ τῆς πολλαπλότητος τῶν ἐκδοχῶν ἐκ-πηγάζῃ ἡ μοναδικότης τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκεκαλυμένης ἀληθείας, ὥς τε Ἁγίας Γραφῆς καί ὡς Ἱερᾶς Παραδόσεως»[24].
5 Τό ἰδιαίτερο αὐτό περιεχόμενο τοῦ συγκεκριμένου Διαγγέλματος τοῦ 1973 ἀντικατοπτρίζει τή θετική στάση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ὡς πρός τήν συνεργασία τῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν ὄχι μόνο στόν λεγόμενο «Πρακτικό Χριστιανισμό» ἀλλά κυρίως καί οὐσιαστικά στόν θεολογικό προβληματισμό. Ὑπογραμμίζει τή σπουδαιό-τητα τοῦ ἔργου τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καί Τάξις» καί τονίζει τήν προ-ώθηση τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου. Τό συγκεκριμένο Διάγγελμα διερμηνεύει τίς θέσεις τόσο τῆς Δ΄ Πανορθόδοξης Διάσκεψης (Γενεύη 1968), ὅσο καί τῆς Α΄ Προσυνοδικῆς Πανορθόδοξης Διάσκεψης (1976)[25].
Ἡ ἀλλαγή αὐτή θά πρέπει νά ἐπισημάνουμε ὅτι δέν συνεπάγεται ἀπόρριψη ἤ μή ἀποδοχή τῶν Ἐγκυκλίων τοῦ 1920 καί 1952, ἀλλά μία «αὔξηση», διεύρυνση καί ἐπικαιροποίηση τῶν ἀπόψεων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γιά τήν συνεργασία καί τήν συμβολή τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στήν Οἰκουμενική Κίνηση ἰδιαίτερα στήν Ἐπιτρο-πή « Πίστις καί Τάξις», ὡς πρός τό περιεχόμενο αὐτῆς τῆς συμβολῆς καί ὡς πρός τό πλαίσιο τῆς συνεργασίας τῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν.
Τέλος ἒναντι τοῦ δογματικοῦ σχετικισμοῦ πολλῶν δυτικῶν μελῶν τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, μέ τόν ὁποῖον ὁδηγήθη-καν σέ μία ἐκκοσμικεύμενη ἀντίληψη τοῦ ρόλου καί τῶν σκοπῶν τοῦ Συμβουλίου, τό Διάγγελμα τοῦ 1973 τόνισε ὅτι τό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν ἔπρεπε νά βρεῖ τρόπους ἔκφρασης τῆς Χριστιανικῆς διδασκα-λίας «ἵνα ὁ λόγος αὐτοῦ μή ἧ λόγος ἀσήμαντος ἐκκοσμικευθείσης Κινή-σεως, ὡς καί τόσοι ἄλλοι, μηδέ φωνή ὑπό τῆς ἀγόνου γραφειοκρατίας ἐμπνεομένη, ἀλλά λόγος πλούσιος εἰς προφητικόν τόνον, λόγος Χρι-στοῦ».
Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο μέ τό Διάγγελμα τοῦ 1973 καί μέ τήν πανορθόδοξη διεύρυνση καί ἐπικαιροποίηση τοῦ περιεχομένου τῆς Πατριαρχικῆς Ἐγκυκλίου τοῦ 1920, προσπάθησε νά ἐπισημάνει:
α) Τόν κίνδυνο μετατροπῆς τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν σέ ἕναν ὀργανισμό ἁπλοῦ «κοινωνισμοῦ», ὁ ὁποῖος κατά τόν 18ο αἰῶνα εὐδοκίμησε στούς κόλπους τοῦ Προτεσταντισμοῦ μέ ἕναν ἀντίστοιχο «ἠθικισμό», ὡς εἴδωλο μιᾶς κατ’ ἐπίφαση Χριστιανικῆς ζωῆς καί ἑνός «Πρακτικοῦ Χριστιανισμοῦ»[26].
β) Νά προκαλέσει καί νά προσκαλέσει τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, μέλη τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, σέ μία συνεργασία ἀποτροπῆς αὐτῆς τῆς μετάλλαξης τῆς διαχριστιανικῆς δηλα-δή συνεργασίας σέ ἕνα μέσον «κοινωνικοῦ ἀκτιβισμοῦ».
γ) Νά δημιουργήσει τή θεολογική βάση ἀνάπτυξης καί ἐν-ίσχυση μιᾶς διαχριστιανικῆς συνεργασίας στήν προοπτική τῶν σκοπῶν τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καί Τάξις».
Ἀντίστοιχης ἐξέλιξης ὡς πρός τό πλαίσιο καί τό περιεχόμενο τοῦ ρόλου καί τῆς παρουσίας τῶν Ὀρθοδόξων μελῶν στή συνεργασία τους μέ τίς λοιπές Χριστιανικές Ἐκκλησίες τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν ἀποτελοῦν καί οἱ ἀποφάσεις τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς (Special Commission) (1998-2002)[27], γιά τήν Ὀρθόδοξη συμμετοχή στό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν, προϊόν ἀντίστοιχου ἐκκλησιολογικοῦ προβλημα-τισμοῦ καί σπουδαιότητας.
6 Tό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν ὡς διαχριστιανι-κός ὀργανισμός γιά τήν ἐπίτευξη τῆς ἑνότητας, ἐμφανίζει προβλήματα, τά ὁποῖα πρέπει νά ἐπιλύει ἀπό κοινοῦ μέ ὅλες τίς Χριστιανικές Ἐκκλη-σίες, μέλη του, καί μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ὑπό τήν διπλή του ἰδιότητα, δηλαδή τόσο ὡς ἀναγνωρισμένου προστάτου καί συντονιστοῦ τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τῆς Ἀνατολῆς ὅσο καί ὡς προκαθημένη Ἐκκλησία τῶν ἁπανταχοῦ Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὅπως καί ἀναγνωρίζε-ται πανορθοδόξως, σέ σχέση πρός τά διάφορα διορθόδοξα καί τά δια-χριστιανικά θέματα[28]. Ἐξαιτίας αὐτοῦ τοῦ διπλοῦ ρόλου του, τό Οἰκου-μενικό Πατριαρχεῖο ἒχει ἐπιβεβαιώσει διαχρονικά ὃτι δέν μπορεῖ νά μένει ἀπαθές ἀπέναντι στίς ἐξελίξεις οὒτε καί στόν διαχριστιανικό διάλογο ἀντίθετα θά πρέπει νά προβάλλει τή δική του συμβολή καί νά καθοδηγεῖ ὥστε ἡ παρουσία τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν σ’ αὐτή τήν συγκεκριμένη «Κοινωνία τῶν Ἐκκλησιῶν» νά εἶναι ἐπίκαιρη, δυναμική, οὐσιαστική καί ἐποικοδομητική.
Τόσο οἱ Ἐγκύκλιοι τοῦ 1920 καί 1952, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν ὁριακές ἐκφράσεις τοῦ Ὀρθόδοξου Οἰκουμενισμοῦ, ὡς ἡ λογική συνέπεια καί φυσική συνέχεια τῶν δύο Ἐγκυκλίων τοῦ Πατριάρχου Ἰωακείμ τοῦ Γ΄ (1902, 1904), ὅσο καί τό Διάγγελμα τοῦ ἔτους 1973, ἀντικατοπτρίζουν τήν ἀγωνία ὅπως τήν ἐξέφρασε πρός τό τέλος τῆς πατριαρχείας του ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ὁ Α΄: «Σήμερα βρισκόμαστε ἤ μπροστά στόν πειρασμό νά ἀρκεσθοῦμε στά ἐπιτεύγματά μας καί νά ὁδηγήσουμε τήν Οἰκουμενική Κίνηση σέ μιά στατικότητα, ἤ μπροστά στήν εὐκαιρία νά τήν ἐμποτίσουμε μέ μιά νέα δυναμική ἐνέργεια, μέ τήν ὁποία θά μᾶς ὁδηγοῦ-σε πρός μιά ἀνακαίνιση, πού ἀποτελεῖ τήν θεμελιώδη προϋπόθεση γιά τήν συνάντηση τῶν Ἐκκλησιῶν στόν δρόμο τῆς ἑνότητος», καί στήν προσπάθεια αὐτή φαίνεται ὃτι ἤθελε τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία νά διαδραματίζει ἕνα πρωταγωνιστικό ρόλο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ-ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΑΙ
Παπαδοπούλου Ἀντ., Κείμενα Διορθοδόξων καί Διαχριστιανικῶν Σχέσεων, ἐκδ. Ἀφῶν Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1984.
Σκουτέρη Κ., «Ἡ Ἐγκύκλιος τοῦ 1902 καί οἱ διορθόδοξες σχέσεις κατά τήν ἐποχή τῆς ἐκδόσεώς της, ἰδίως στά Βαλκάνια καί τή Μέση Ἀνατολή, καί ἡ σημασία της γιά τήν τότε καί γιά τήν ἐνεστῶσα πραγματικότητα», ἐν Ὀρθοδοξία Β΄ I (2003), σελ. 229-241.
Ταρνανίδου Ἰ., «Τά αἴτια τά ὁποῖα προκάλεσαν τήν ἐξαπόλυση τῆς Ἐγκυκλίου τοῦ 1902 ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Ἰωακείμ τοῦ Γ΄, καί εἰδικότερα ἡ ἀναφορά της στήν διορθόδοξη ἀναζήτηση τῆς συνεργασίας καί τῆς ἑνότητας», ἐν Ὀρθοδοξία Β΄ I (2003), σελ. 243-252.
Τσέτση, Ἀνάλεκτα= Πρωτ. Τσέτση Γ., Οἰκουμενικά Ἀνάλεκτα, ἐκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1987.
Τσέτση, Συμβολή= Πρωτ. Τσέτση Γ., Ἡ Συμβολή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στήν ἵδρυση τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, ἐκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1988.
Τσέτση, Οἰκουμενικός θρόνος= Πρωτ. Τσέτση Γ., Οἰκουμενικός Θρόνος καί Οἰκουμένη. Ἐπίσημα Πατριαρχικά Κείμενα, ἔκδ. Τέριος, Κατερίνη 1989.
Φειδᾶ Βλ., «Αἱ Ἐγκύκλιοι τοῦ 1902 καί τοῦ 1904 ὡς πρόδρομοι τῆς Ἐγκυκλίου τοῦ 1920 ἐν τῇ εὐρυτέρᾳ οἰκουμενικῇ προοπτική τῆς Μητρός Ἐκκλησίας», ἐν Ὀρθοδοξία Β΄ I (2003), σελ. 129-139.
[1]. Φειδᾶ, 138.
[2]. Πρβλ. Τσέτση, Οἰκουμενικός θρόνος, 55 καί 57.
[3]. Τά κείμενα τῶν Ἐγκυκλίων καί τῆς Ἐπιστολῆς, βλ. Ἀντ. Παπαδόπουλου, Κείμενα, 9-97 μέ τίς ἀντίστοιχες ἀπαντήσεις τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. καί Πρωτοπρ. Γεωργίου Τσέτση, Οἰκουμενικός θρόνος, 25-64, ὅπου οἱ δημοσιεύσεις τῶν πρωτοτύπων Κειμένων καί μεταφράσεων τους καί ἡ σχετική βιβλιογραφία.
[4]. Φειδᾶ, 131.
[5]. Τσέτση, Οἰκουμενικός θρόνος, 25.
[6]. Σκουτέρη 239.
[7]. Τσέτση, Ἡ συμβολή, 35.
[8]. Φειδᾶ, 135.
[9]. Φειδᾶ, 137.
[10]. Βλ. Τσέτση, Οἰκουμενικός θρόνος, 48. Τοῦ ἰδίου, Συμβολή, 62.
[11]. Φειδᾶ, 138.
[12]. Τσέτση, Συμβολή, 74.
[13]. Τσέτση, Συμβολή, 90-91.
[14].Πρβλ. Τσέτση, Συμβολή, 91.
[15]. Βλ. Τσέτσης, Ἀνάλεκτα, 82-85.
[16]. Τσέτση, Συμβολή, 179-181, ὅπου καί ἡ σχετική βιβλιογραφία. Τσέτση, Ἀνάλεκτα, 129.
[17]. Τσέτση, Συμβολή, 182, ὑποσ. 28.
[18]. Τσέτση, Ἔνθ’ ἀνωτ, 183, ὑποσ. 29.
[19]. Τσέτση, Συμβολή, 181-184.
[20]. Τσέτση, Συμβολή, 186.
[21]. Γιά τή συμβολή τῶν Ὀρθοδόξων, βλ. Τσέτση, Ἀνάλεκτα, 23.
[22]. Τσέτση, Ἀνάλεκτα, 29-30.
[23]. Γ. Τσέτση, Ἀνάλεκτα, 63 καί 67.
[24]. Τσέτση, Συμβολή, 185.
[25]. Τσέτση, Οἰκουμενικός θρόνος, 91 καί Τοῦ ἰδίου, Συμβολή, 196.
[26]. Τσέτση, Συμβολή, 186.
[27]. Τό σημαντικό αὐτό κείμενο τῆς «Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς», βλ. Π. Βασιλειάδη (ἐπιμ.), Ὀρθόδοξη Θεολογία καί Οἰκουμενικός Διάλογος, ἐκδ. Ἀποστολική Διακονία, Ἀθήνα 2005. Εἰδικές ἀναφορές, βλ. Θεολογικές Σποδές καί Οἰκουμένη με εἰδική ἀναφορά στη συμμετοχή τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στού Διαχριστιανικούς Διαλόγους καί τό μέλλον τους (ἐπιμ. Βασιλική.Ηλ. Σταθοκώστα), Ἀθήνα 2013, σελ. 63-114.
[28]. Πρβλ. Ἐκκλησιαστική Ἀλήθεια (ἐφημ.) Μ΄ (1920), 149-151.
Views: 29